ψηλογκαμήλα

ψηλογκαμήλα
η бран. кобыла

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ψηλογκαμήλα" в других словарях:

  • ψηλογκαμήλα — η, Ν ειρων. ψηλή και άκομψη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηλός + γκαμήλα] …   Dictionary of Greek

  • ψηλογκαμήλα — η γυναίκα ψηλή και άκομψη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καμήλα — θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των καμηλιδών, της υπόταξης των τυλοπόδων (αρτιοδάκτυλα). Υπάρχουν δύο είδη κ. Η κάμηλος η βακτριανή (Camelus bactrianus) χαρακτηρίζεται από την παρουσία δύο χαρακτηριστικών ύβων λίπους στη ράχη, οι οποίοι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»